19.11.2018
Μήπως υπάρχει πρόβλημα με τις Ομάδες Παραγωγών στην Ελλάδα;
Στις αρχές Οκτωβρίου ολοκληρώθηκε το μέτρο 9 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης που αφορούσε στη χρηματοδότηση για τη σύσταση ομάδων και οργανώσεων παραγωγών (Ο.Π.) ύστερα από περίοδο σχεδόν 10 μηνών (υπενθυμίζουμε ότι το μέτρο προκηρύχθηκε στις 8 Ιανουαρίου). Σκοπός του μέτρου ήταν η στήριξη συλλογικών σχημάτων με σκοπό τον προσανατολισμό της παραγωγής στις συνθήκες της αγοράς και τη συγκέντρωση και διάθεση της προσφοράς και, κατά γενική ομολογία, ήταν ένα μέτρο το οποίο έτυχε ευρείας δημοσιότητας και προβολής το προηγούμενο διάστημα. Το μέτρο αυτό καλύπτει σε ποσοστό 100% τις δαπάνες για τη στήριξη της ίδρυσης νέων ομάδων και οργανώσεων παραγωγών κατά τα 5 πρώτα έτη λειτουργίας τους, με σκοπό την επίτευξη των στόχων του επιχειρηματικού τους σχεδίου. Στο «κλείσιμο» του μέτρου κατατέθηκαν συνολικά 206 προτάσεις, με τις περισσότερες στον τομέα της φυτικής παραγωγής, συνολικής δαπάνης 41.191.438,61€ και υπερκαλύφθηκε ο προϋπολογισμός της πρόσκλησης συνολικού ύψους 25.000.000€[1].
Εκ πρώτης όψεως, η υπερκάλυψη του προϋπολογισμού ενός μέτρου δείχνει ότι το μέτρο πήγε καλά. Όμως τα φαινόμενα μπορεί να απατούν. Καταρχάς, για να συγκροτηθούν 206 ομάδες χρειάστηκε να μείνει ανοιχτό το μέτρο σχεδόν 10 μήνες και να δοθούν 4 παρατάσεις, αφού το ενδιαφέρον παρέμενε αναιμικό όλο το προηγούμενο διάστημα. Δεύτερον, ο αιτούμενος προϋπολογισμός βασίζεται σε εκτιμήσεις των ομάδων κατά τη διάρκεια υλοποίησης του 5ετούς επιχειρηματικού πλάνου και όχι σε υφιστάμενες τιμολογημένες ποσότητες προϊόντων (με εξαίρεση το πρώτο έτος) και, γενικά, οι αιτήσεις ενδέχεται να περιέχουν ένα βαθμό υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων μιας Ο.Π., δυνατότητες που θα αποδειχθούν στην πράξη όταν οι Ο.Π. ξεκινήσουν να τιμολογούν τα προϊόντα για λογαριασμό των μελών τους.
Όμως το σοβαρότερο πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το αιτούμενο ποσό από τις 206 ομάδες, που αφορά μόνο το πρώτο έτος πληρωμής, αντιστοιχεί σε περίπου 13εκ. €. Το πρώτο έτος του προγράμματος είναι το πλέον ασφαλές για τις υποθέσεις του άρθρου, αφού προέρχεται από το 10% της τιμολογημένης αξίας της παραγωγής των μελών που συμμετέχουν σε μια ΟΠ για την τριετία 2015-2017 για τους τομείς προϊόντων που είχε αναγνωριστεί η Ο.Π. Με απλά λόγια, οι 206 Ο.Π. που κατέθεσαν αίτηση για το μέτρο 9 συγκέντρωσαν συνολικά μια αξία παραγωγής 130εκ. € για την παραπάνω τριετία. Το ερώτημα είναι ποσό ικανή θεωρούμε την παραπάνω αξία ώστε να αλλάξει τον τρόπο διαχείρισης των αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας;
Η απάντηση αυτή μπορεί να προέλθει από τον παρακάτω πίνακα. Ο πίνακας 1 δείχνει την αξία της παραγωγής σε όλα τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα στην Ελλάδα, που για την τριετία 2015-2017 ανέρχεται σε 9,4 δις €. Είναι δίκαιο να αναγνωρίσουμε ότι στον ελαιοκομικό τομέα (κυρίως εξαιτίας του πρόσφατου προγράμματος ελαιουργικών φορέων), καθώς και στον τομέα των οπωροκηπευτικών, υπάρχουν ήδη αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών και, επομένως, το ενδιαφέρον για νέες ιδρύσεις είναι περιορισμένο. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον συμμετοχής στο μέτρο 9 περιλαμβάνει κυρίως τα δημητριακά, τις βιομηχανικές καλλιέργειες (κυρίως βαμβάκι, καπνό), το ρύζι, τα κτηνοτροφικά φυτά, καθώς και το σύνολο της ζωικής παραγωγής (κυρίως γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα). Όμως, εφόσον το μέτρο ήταν «ανοιχτό» σε όλους τους τομείς, θα πρέπει να βάλουμε στον παρονομαστή την αξία των 9,4δις €. Αυτό σημαίνει ότι τα 130 εκ. € θα μπουν στον αριθμητή του κλάσματος που θα αφορά στην οργάνωση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.
Από το σύνολο των 9,4 δις € της συνολικής αξίας φυτικής και ζωικής παραγωγής, το μέτρο, ύστερα από 10 μήνες και 4 παρατάσεις, μπόρεσε να συσπειρώσει μόλις 130εκ. €, αξία που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1,5% της αξίας παραγωγής των αγροτικών προϊόντων της ελληνικής υπαίθρου.
Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα αντιφατικό για δύο λόγους. Πρώτον, διότι οι απαιτήσεις συμμετοχής στο μέτρο δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, για όσους φυσικά είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τιμολογημένη αξία. Για την περίπτωση της παραοικονομίας χρειάζεται να γίνει ξεχωριστή ανάλυση και φυσικά η έξαρσή της είχε αρνητικές επιπτώσεις στην υλοποίηση του μέτρου. Δεύτερον, διότι θα περίμενε κανείς ότι το μέγεθος της κρίσης θα ενεργοποιούσε την ανάγκη συνεργασίας των παραγωγών για την ισχυροποίηση της εξαιρετικά αδύναμης θέσης τους στην εφοδιαστική αλυσίδα. Φαίνεται όμως ότι οι ίδιοι οι παραγωγοί δεν πιστεύουν ότι τα συλλογικά σχήματα μπορούν να τους βοηθήσουν να ενδυναμωθούν. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις, όμως η διαπίστωση αυτή θα έπρεπε να προβληματίζει ιδιαίτερα όσους ασκούν πολιτική στον αγροτικό χώρο.
Τα στοιχεία αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν την ήδη αποσυσπείρωση που πραγματοποιείται στον κατεξοχήν οργανωμένο τομέα της αγροτικής παραγωγής, που είναι τα οπωροκηπευτικά. Θυμίζουμε ότι στον τομέα των οπωροκηπευτικών υφίστανται ομάδες και οργανώσεις παραγωγών από το 1996, ενώ ο τομέας έχει αναπτυγμένο θεσμικό πλαίσιο, εμπειρία διαχείρισης και προώθησης προϊόντων και συμμετοχής σε επιχειρησιακά προγράμματα.
Εντούτοις, τα στοιχεία, που παρουσιάζονται μεταξύ δύο χρονικά διαφορετικών εθνικών στρατηγικών με απόσταση μιας δεκαετίας, είναι απογοητευτικά. Όπως φαίνεται παρακάτω, παρά την αύξηση της αξίας του τομέα και την αύξηση των Ο.Π., το ποσοστό της αξίας των οπωροκηπευτικών που διακινείται μέσα από τις Ο.Π. έχει πέσει στο μόλις 10% της συνολικής αξίας του τομέα. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι παρότι στον κλάδο υπάρχουν αρκετές πετυχημένες συλλογικές προσπάθειες, αυτές δεν αντικατοπτρίζουν παρά ένα ασήμαντο μέρος της ελληνικής παραγωγής.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν κάποιος επιχειρήσει τη σύγκριση με τους άλλους εταίρους μας. Για το τι συμβαίνει στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ένας πίνακας ίσον…χίλιες λέξεις.
Με απλά λόγια, το 2016 στην Ελλάδα μόλις το 11% της αξίας των οπωροκηπευτικών εμπορεύεται μέσα από συλλογικά σχήματα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για την Ε.Ε. ανέρχεται σε 47%. Στους δε βασικούς ανταγωνιστές, όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 61%, 65% και 50% αντίστοιχα.
Ένα πρόσθετο συμπέρασμα είναι ότι πολλές Ο.Π. δε σημαίνει απαραίτητα και καλύτερη οργάνωση σε μια χώρα. Στην Ελλάδα οι 126 Ο.Π. διαχειρίζονται μόλις το 11% της παραγωγής, ενώ αντίστοιχα στο Βέλγιο μόλις 14 χρειάζονται για να εμπορεύονται το 86% της συνολικής παραγωγής. Αυτό δείχνει ότι οι Ο.Π. στην Ελλάδα είναι μικρού μεγέθους, ενδεχομένως τέτοιου ώστε να μην μπορούν να αποκτήσουν αποφασιστικό πλεονέκτημα στη συλλογική διαχείριση των παραγόμενων ποσοτήτων οπωροκηπευτικών. Αυτό και μόνο το συμπέρασμα είναι ικανό να «ανοίξει» τη συζήτηση για τη συγκρότηση σχημάτων Ενώσεων Οργανώσεων Παραγωγών στον ελληνικό χώρο.
Τα αίτια της αποσυσπείρωσης πρέπει να αναζητηθούν στην έλλειψη εμπιστοσύνης των παραγωγών στις συλλογικές προσπάθειες, στην απουσία ηγητόρων που μπορούν να πείσουν και άλλους παραγωγούς να συνεργαστούν, αλλά και στις φήμες που έχουν σκοπίμως διαδοθεί στην αγορά ότι η χρεοκοπία των συλλογικών σχημάτων επηρεάζει και την προσωπική περιουσία του κάθε παραγωγού. Ο συνδυασμός των παραπάνω λόγων, χωρίς να αναφερθεί η ευρεία παραοικονομία που «εξαφανίζει» τα τιμολόγια, τόσο απαραίτητα για τη σύσταση Ο.Π., έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μίγμα αποσυσπείρωσης του αγροτικού τομέα (φαινόμενο που είναι ιδιαίτερα έντονο στον τομέα των οπωροκηπευτικών).
Είναι η άποψη του συντάκτη του άρθρου ότι η ανακοίνωση φορολογικών κινήτρων και η αθρόα χρηματοδότηση για τη σύσταση τέτοιων ομάδων θα έχουν μικρό αποτέλεσμα στην οργάνωση του τομέα. Ο λόγος σχετίζεται με τα κοινωνικά αίτια της συγκεκριμένης στάσης των παραγωγών, για την αλλαγή των οποίων χρειάζεται αποφασιστική συνεταιριστική ηγεσία, κατάλληλη εκπαίδευση, αλλά και ικανούς συμβούλους. Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι σε συνδυασμό με τα φορολογικά κίνητρα θα πρέπει να γίνει συστηματική ενημέρωση στους παραγωγούς για τα ποια είναι τα πρακτικά πλεονεκτήματα της ομαδοποίησης και οργάνωσής τους τόσο στο κόστος παραγωγής όσο και στην εμπορία των προϊόντων καθώς και το τι ισχύει στην πράξη σχετικά με τη φορολόγηση των συλλογικών σχημάτων.
Στον πρόλογο ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος βιβλίου για τη Συνεταιριστική Οικονομία ο συγγραφέας περιγράφει τα συλλογικά όργανα ως αποτελέσματα της ανάγκης και της διαπίστωσης ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πόσο αδύναμος είναι όταν είναι μόνος. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κρίση μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για τη διάθεση συνεργασίας των πολιτών, αλλά, δυστυχώς, στο γεωργικό τομέα τα πράγματα κινήθηκαν ανορθόδοξα και αντίθετα από τις προσδοκίες, που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αποδίδονται πρωτίστως στους αυτοσχεδιασμούς του νομικού πλαισίου. Δυστυχώς τα πρώτα αποτελέσματα από την προσπάθεια στήριξης των ομάδων και οργανώσεων παραγωγών, που η λειτουργία τους εμπίπτει σε λιγότερο δεσμευτικό νομικό πλαίσιο (εφόσον και άλλα νομικά πρόσωπα του εμπορικού δικαίου πχ ΙΚΕ μπορούν να συστήσουν Ο.Π.), επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας.
[1] ΥΠΑΑΤ, Δελτίο Τύπου 4-10-2018 «Ολοκληρώθηκε η υποβολή αιτήσεων στήριξης της 1ης Πρόσκλησης του Μέτρου 9 «Σύσταση Ομάδων και Οργανώσεων Παραγωγών» του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) της Ελλάδας 2014 – 2020»